- ἀχάρακτος
- ἀχάρακτοςnot markedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχάρακτος — και αχάραχτος και αχάραγος, η, ο (AM ἀχάρακτος, ον) 1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί 2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του 3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει… … Dictionary of Greek
ἀχάρακτον — ἀχάρακτος not marked masc/fem acc sg ἀχάρακτος not marked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάρακτα — ἀχάρακτος not marked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχαράκωτος — η, ο (Α ἀχαράκωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα 2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες) 3 … Dictionary of Greek
νυκτιφανής — νυκτιφανής, ές (Α) 1. αυτός που λάμπει τη νύχτα («νυκτιφανὴς Μήνη», Ερμ.) 2. αυτός που εμφανίζεται στη διάρκεια τής νύχτας («νυκτιφανὴς ἀχάρακτος ἑώιος ἤιεν ἀστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φανής (< φαίνω /… … Dictionary of Greek
ԱՆԳԷԶ — ( ) NBH 1 0125 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 11c ա. Ուր չկայցէ կամ չկարիցէ լինել գէզ, այս ինքն նիշ արատոյ կամ խարանաց. անկիծ եւ անգծելի. անարատ. անբիծ. անաղտ. վճիտ. սեռն եւ սերտ. ... ἁχάρακτος carens notis, signis *Որ փափուկքն են… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)